οἰκτιρμόνως

οἰκτιρμόνως
οἰκτίρμων
merciful
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οικτιρμόνως — (Μ οἰκτιρμόνως) επίρρ. βλ. οικτίρμων …   Dictionary of Greek

  • οικτίρμων — ον (ΑΜ οἰκτίρμων, ον) ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος («ὁ κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ΠΔ). επίρρ... οικτιρμόνως (Μ οἰκτιρμόνως) με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + επίθημα μων (πρβλ. ιχνεύ μων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”